- εξαριθμώ
- ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [εξάριθμος (I)]1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.)2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω, καταβάλλω, πληρώνω («ταῡτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.).
Dictionary of Greek. 2013.