εξαριθμώ

εξαριθμώ
ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [εξάριθμος (I)]
1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)
3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω, καταβάλλω, πληρώνω («ταῡτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑξαρίθμῳ — ἑξάριθμος sixfold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εξαρίθμησις — ἐξαρίθμησις, η (Α) [εξαριθμώ] 1. ακριβής αρίθμηση, μέτρηση 2. λεπτομερειακή απαρίθμηση, λεπτομερής έκθεση …   Dictionary of Greek

  • προεξαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι, υπολογίζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαριθμῶ «αριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξαριθμώ — έω, Α συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαριθμῶ «καταριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”